- προσεκμαίνομαι
- Αγίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… … Dictionary of Greek